- προκαθεῖναι
- προκαθίημιlet down beforehandaor inf actπροκαθίημιlet down beforehandaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαθίημι — Α 1. κάθομαι εκ τών προτέρων 2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένως («προκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.) 3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.) 4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω… … Dictionary of Greek